αμιραίος

αμιραίος
ἀμιραῑος, ο (Μ) [ἀμιράς]
ο αμιράς*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμηραίος — βλ. αμιραίος …   Dictionary of Greek

  • αμιράς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 353 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βιάννου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές της κορυφής της Δίκτης, Αφέντης Χριστός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιάννου. * * * ο (Μ ἀμιρὰς και ἀμιρᾱς) 1. στρατηγός 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”